άσφιγκτος

άσφιγκτος
ος , ον , άσφιχτος, η , ο
1) не стянутый, не затянутый (ремнём и т. п.); 2) не сжатый; не стиснутый; 3) просторный (об обуви, одежде)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άσφιγκτος" в других словарях:

  • ἄσφιγκτος — not tightly bound masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄσφιγκτον — ἄσφιγκτος not tightly bound masc/fem acc sg ἄσφιγκτος not tightly bound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άσφιχτος — και άσφικτος, η, ο (Α ἄσφιγκτος, ον) [σφίγγω] αυτός που δεν είναι σφιγμένος, χαλαρός, ξέσφιχτος νεοελλ. εκείνος που δεν τον έχουν σφίξει ή δεν τον έχουν πιέσει …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»